ουτινος

ουτινος
    I.
    οὔτινος
    gen. к οὔτις См. ουτις
    II.
    οὗτινος
    gen. к ὅστις См. οστις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ουτινος" в других словарях:

  • οὔτινος — οὔτις no one gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὗτινος — ὅστις that masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • εξότου — ἐξότου και ἐξ ὅτου (AM) επίρρ. αφότου, από τότε που. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ότου (πρβλ. αφότου), παράλληλος τ. τού ούτινος που είναι γεν. ενικ. τής αναφορικής αντωνυμίας όστις «όποιος»] …   Dictionary of Greek

  • ούτις — οὔτις, γεν. οὔτινος και οὔτιδος, ουδ. οὔτι (Α) 1. ουδείς, κανείς («λιτᾱν δ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) οὔτι ουδόλως, κατ ουδένα τρόπο 3. (το αρσ. με διαφορετικό τονισμό ως κύριο όν.) ὁ Οὖτις ο Κανείς, το ψεύτικο όνομα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»